φθίνυλλα

φθίνυλλα
φθῐν-υλλα, , ([etym.] φθίνω) nickname for a thin or delicate woman,
A starveling, Ar.Ec.935, cf. φθῖσα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φθίνυλλα — starveling fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθίνυλλα — ἡ, Α (κωμική λ.) παρωνύμιο πολύ λεπτής, κάτισχνης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω* + εκφραστικό επίθημα υλλα / ιλλα (πρβλ. κόρ ι λλα: κόρη)] …   Dictionary of Greek

  • φθίσα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) φθίνυλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι τού ρ. φθίνω (το ῑ τού τ. κατ αναλογία προς το ῑ τού ενεστ., βλ. λ. φθίνω) + επίθημα σα (πρβλ. κνῖ σα, φῦ σα). Η λ. πρέπει να είχε αρχικά σημ. «μαρασμός, φθίση» και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”